- μικρόθυμος
- -η, -ο (Α μικρόθυμος, -ον)αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρόθυμος — mean spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόθυμον — μικρόθυμος mean spirited masc/fem acc sg μικρόθυμος mean spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροθυμία — η (Α μικροθυμία) [μικρόθυμος] η ιδιότητα τού μικρόθυμου, μικροψυχία, δειλία … Dictionary of Greek